- περιβολήν
- περιβολήcoveringfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
облечениѥ — ОБЛЕЧЕНИ|Ѥ (11), ˫А с. 1.Действие по гл. облечи2 ( щи) в 1 знач.: и въ мантию ˫ако(ж) ѥсть обычѧи облѣчени˫а ѥ(г). и въ плесньцѧ обѹють и. УСт XII/XIII, 277 об; ˫ако же бы(с) ѡбычаи, и слово и шествованиѥ и спѣха добра и ѡдежами облечениѥмь и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
APHACE — urbs Libyae. Steph. Fuit et Aphacc, vel Aphaca, Palaestinae locus inter Helipolim, et Byblum, ubi fanum Veneris Aphacicidis. Eusebius in vita Constantini, l. 3. c. 53. Α῎λσος καὶ τέεμνος εν ἀκρωρείας μέρει τȏυ Λιβάνου εν Ἀφάκοις ἱδρυμένον. Ubi… … Hofmann J. Lexicon universale
περιβολή — η, ΝΜΑ [περιβάλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή τού κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή τού οχυρού με τάφρο») νεοελλ. φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου» (ορυκτ.) σύνηθες και… … Dictionary of Greek